- εὐκαταρίθμητος
- εὐκατᾰρίθμητος, ον,A easily counted, Gal.7.463.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκαταρίθμητος — εὐκαταρίθμητος, ον (Α) αυτός που καταριθμείται, που μετριέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αριθμώ] … Dictionary of Greek
εὐκαταρίθμητον — εὐκαταρίθμητος easily counted masc/fem acc sg εὐκαταρίθμητος easily counted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)